-
1 συγκυρεω
(aor. συνεκύρησα и συνέκυρσα)1) сталкиваться(ὁδῷ ἐνί Hom.)
2) (случайно) встречаться(νέες, συνεκύρεον Her.)
3) попадать(ся), оказыватьсяεἰς ἓν μοίρας συγκῦρσαι Eur. — оказаться в таком же положении;
ἄναυδον τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ Soph. — безропотно покориться этой (своей) судьбе4) приключаться, случатьсяτὰ τοῖς Μεταποντίνοις συγκυρήσαντα Her. — то, что случилось у метапонтинцев;
πόθεν μοι συνέκυρσ΄ ἀδόκητος ἡδονά ; Eur. — откуда явилось мне (это) неожиданное блаженство?;τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Her. — возникшая к лакедемонянам вражда5) прилегать, примыкать, граничить(ταύταις ταῖς χώραις Polyb.; πρὸς τὸ ἱερόν Plut.)
-
2 συγκυρέω
A come together by chance,μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι Il.23.435
; of ships, Hdt.8.92; meet with an accident,τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ S.OC 1404
;κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι D.S.17.106
;τραγικοῖς πάθεσι Id.20.21
;εὐτυχίᾳ Phld.Mort.38
; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας art involved in one and the same fate, E.Andr. 1172 (anap.).2 c. part., like τυγχάνω, συνέκυρσε θέων happened to be running, Emp.53; εἰ συνεκύρησε.. παραπεσοῦσα νηῦς whether it fell in the way by chance, Hdt. 8.87.II of events and accidents, happen, occur,ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Thgn.698
;τάδε οἶδα.. τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Hdt.4.15
; (lyr.); τίς τύχα μοι συγκυρήσει; Id.IT 874 (lyr.); τὰ συγκυρήσαντα what had occurred, Hdt.1.119, cf. D.S.1.1;ὃ καὶ συνεκύρησε Plb.2.65.7
, cf. Phld.Rh.1.132 S.;τὰ παρὰ τοῦ δαιμονίου -ήσαντα D.H.5.56
: impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that.., Hdt.9.90, cf. Hp.Oct.10:—[voice] Pass., (nisi leg. συγκεκρημένον).III of places, to be contiguous to,χώραις -οῦσαν θάλατταν Plb.3.59.7
, etc.;πρὸς τόπον Plu.Arist.11
;Ἐσεβὼν καὶ ταῖς -ούσαις αὐτῇ LXX Nu.21.25
.IV v. συγκύρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκυρέω
-
3 συγκεράννυμι
Aσυγκρᾱθήσομαι E. Ion 406
: [tense] aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], [dialect] Ion.- εκρήθην Hp.Vict.1.32
; also : [tense] pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra. 424d, Ti. 68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν ς. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb. 50a;τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154
(Mel.).2 mix together, commingle, ; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.);μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4
; ἐξ ἀμφοτέρων ς. make a mixture of both, Pl.R. 397c.II more freq. in [voice] Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti. 68c;πρὸς ἄλληλα Id.R. 618d
.2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch. 744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα ς. E. l.c.;ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς.. ξυγκραθέν Th.6.18
; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ς. Pl.Lg. 889c; ; ;παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43
; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.3 of friendships, to be formed by close union,φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152
:—[voice] Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.4 of persons, to be closely attached to, be close friends with,τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1
.b to become closely acquainted with, become deeply involved in,συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant. 1311
(lyr.);πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl. 853
; ; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by.., Id.Aj. 895; for Tr. 662 (lyr.), v. πάγχριστος.5 of a wife,ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32
(Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.III [voice] Med., mix with or for oneself,εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti. 35a
, cf. 69d;σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg. 961e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκεράννυμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский